ἄπωθεν

ἄπωθεν
ἄπωθεν (in late Poets also [full] ἄπωθε, Q.S.6.647, AP7.172 (Antip. Sid.)), Adv.
A from afar or afar, S.Ant.1206, Tr.816, E.Heracl.674, Ar.Av.1184, etc.;

οἱ ἄπωθεν

strangers, outsiders,

Arist.Rh.1371a12

, al.
2 c. gen., far from,

νεώς E.IT108

, cf. Ar.Pl.674, Th.3.111
, Babr.1.12; cf. ἄποθεν.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άπωθεν — ἄπωθεν επίρρ. (Α) 1. από μακριά ή μακριά 2. μακριά από κάποιον ή κάτι 3. οἱ ἄπωθεν οι ξένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και… …   Dictionary of Greek

  • ἄπωθεν — from afar indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hemeroscopio — Dianio Emporio de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos de Focea, romanos Idioma …   Wikipedia Español

  • EMMAUS — castellum et civit. insignis, una ex 11. toparchiis, ordine sexta, in tribu Iuda: hanc aliqui collocant in tribu Dan. Distat ab Hierosolymis, itinere sesqui horae. Nobilitatus fuit hic locus miraculo Christi, quem in castello hoc discipuli duo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άποθεν — ἄποθεν επίρρ. (Α) βλ. άπωθεν …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • μετάπεμψη — η (ΑΜ μετάπεμψις) [μεταπέμπω] το να στέλνει κανείς απεσταλμένο και να προσκαλεί κάποιον, πρόσκληση («οὕτως ἄπωθεν ἄντες ὥστε χαλεπήν εἶναι τὴν ἐκεῑθεν μετάπεμψιν», Στράβ.) νεοελλ. μσν. φρ. «κατά μετάπεμψιν» εκκλ. (για επίσκοπο) με ανάκληση από… …   Dictionary of Greek

  • υφάπτω — ὑφάπτω, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπάπτω Α [ἅπτω] νεοελλ. 1. (μόνον το μέσ.) υφάπτομαι (αμτβ.) έρχομαι σε επαφή με κάτι αποκάτω 2. (εύχρ. κυρίως η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η υφαπτομένη (ενν. γραμμή) μαθημ. η υποκάθετος μσν. αρχ. καίω, πυρπολώ κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИКИЕ ПОНЕДЕЛЬНИК, ВТОРНИК, СРЕДА — Первые 3 дня Страстной cедмицы, начало непосредственной подготовки к празднику Пасхи. Главным содержанием богослужения этих дней является размышление о приближающемся воспоминании Страстей Господних. Кроме того, эти дни посвящены притчам и… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”